στρογγύλε(υ)μα

στρογγύλε(υ)μα
τό
1) закругление; округление;

θέλει λίγο στρογγύλε(υ)μα στις άκρες — нужно немного закруглить края;

2) перен. округление (цифр и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στρογγύλε(υ)μα" в других словарях:

  • στρογγύλε(υ)μα — το το να γίνεται κάτι στρογγυλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρογγύλε — στρογγύλος round masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγύλ' — στρογγύλα , στρογγύλος round neut nom/voc/acc pl στρογγύλε , στρογγύλος round masc voc sg στρογγύλαι , στρογγύλος round fem nom/voc pl στρογγύλᾱͅ , στρογγύλος round fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»