- στρογγύλε(υ)μα
- τό1) закругление; округление;
θέλει λίγο στρογγύλε(υ)μα στις άκρες — нужно немного закруглить края;
2) перен. округление (цифр и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θέλει λίγο στρογγύλε(υ)μα στις άκρες — нужно немного закруглить края;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρογγύλε(υ)μα — το το να γίνεται κάτι στρογγυλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρογγύλε — στρογγύλος round masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγύλ' — στρογγύλα , στρογγύλος round neut nom/voc/acc pl στρογγύλε , στρογγύλος round masc voc sg στρογγύλαι , στρογγύλος round fem nom/voc pl στρογγύλᾱͅ , στρογγύλος round fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)